βαμβακοκομία

βαμβακοκομία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βαμβακοκομία" в других словарях:

  • βαμβακοκομία — η η συστηματική καλλιέργεια του μπαμπακιού σύμφωνα με επιστημονικές μεθόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + κομία < κόμος < κομώ «φροντίζω, περιποιούμαι». Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ι. Σκαλτσούνη] …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»