βαμβακοκομία
Смотреть что такое "βαμβακοκομία" в других словарях:
βαμβακοκομία — η η συστηματική καλλιέργεια του μπαμπακιού σύμφωνα με επιστημονικές μεθόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + κομία < κόμος < κομώ «φροντίζω, περιποιούμαι». Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ι. Σκαλτσούνη] … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek